καθειργνύω

καθειργνύω
και καθείργω (AM καθείργυμι, Α και καθείργω)
κλείνω μέσα, περιορίζω σε κάποιο χώρο, φυλακίζω («τὸν πατέρα... ἔνδον καθείρξας», Αριστοφ.)
αρχ.
1. (σπαν. και για πράγματα) φυλάγω κάτι κλεισμένο («καθεῑρξαι χρυσὸν ἐν δόμοις»)
2. μτφ. περιορίζω («τὴν μακρολογίαν... ἢν καθείρξης», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καθειργνύω < αρχ. καθείργνυμι, άλλος τ. τού καθείργω < κατ(α)-* + εἵργω «εγκλείω, εμποδίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κάθειρξη — η (AM κάθειρξις) περιορισμός σε κάποιον χώρο, έγκλειση, φυλάκιση νεοελλ. η βαρύτερη από τις στερητικές τής ελευθερίας ποινές, η οποία συνεπάγεται ισόβια ή πρόσκαιρη αποστέρηση τών πολιτικών δικαιωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθείργω (βλ. καθειργνύω)] …   Dictionary of Greek

  • καθείργνυμι — (AM) βλ. καθειργνύω …   Dictionary of Greek

  • καθείργω — (Α καθείργω) βλ. καθειργνύω …   Dictionary of Greek

  • καθειργμός — καθειργμός, ὁ (Α) περιορισμός, φυλάκιση. [ΕΤΥΜΟΛ. καθείργω (βλ. καθειργνύω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”