- καθειργνύω
- και καθείργω (AM καθείργυμι, Α και καθείργω)κλείνω μέσα, περιορίζω σε κάποιο χώρο, φυλακίζω («τὸν πατέρα... ἔνδον καθείρξας», Αριστοφ.)αρχ.1. (σπαν. και για πράγματα) φυλάγω κάτι κλεισμένο («καθεῑρξαι χρυσὸν ἐν δόμοις»)2. μτφ. περιορίζω («τὴν μακρολογίαν... ἢν καθείρξης», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καθειργνύω < αρχ. καθείργνυμι, άλλος τ. τού καθείργω < κατ(α)-* + εἵργω «εγκλείω, εμποδίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.